- τετραχισμός
- ο, Νείδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στη Γαλλία κατά την εποχή τής μοναρχίας σε εκείνους που έκαναν απόπειρα δολοφονίας κατά τού βασιλιά και κατά την οποία ο κατάδικος προσδενόταν από τα τέσσερα άκρα του σε τέσσερα άλογα, τα οποία μαστίγωναν, με αποτέλεσμα το σώμα του να διαμελίζεται σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετραχίζω «διαιρώ στα τέσσερα». Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ελληνικόν Λεξικόν τών Λασκαρίδου και Μυριανθέως].
Dictionary of Greek. 2013.